Νίκος Μπουκουβάλας
Κομίστας, εικονογράφος, αγιογράφος, εικαστικός
Συνέντευξη στη Μανιώ Μάνεση
Τι κρύβει ο ιδιόρρυθμος μοναχός που φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ενώ ο εμφύλιος πόλεμος δοκιμάζει τις αντοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Θα καταφέρει ο Βάρδας Φωκάς, ο κάποτε επιφανής αρχιστράτηγος – ήρωας των πολέμων κατά των Αράβων, να γίνει ξανά ήρωας πολεμώντας αυτή τη φορά τους στασιαστές; Γιατί ο Συνέσιος βρίσκεται αντιμέτωπος με το φόβο αναμενόμενης κρίσης; Το παρελθόν ξανασυστήνεται στο σήμερα, η ιστορία μετατρέπεται σε αφήγηση και οι εμπνευσμένες από τη Βυζαντινή περίοδο ιστορίες, ξεδιπλώνονται στις σελίδες των κόμικς του Νίκου Μπουκουβάλα.
Οι εντυπωσιακές φιγούρες τραβούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ο οποίος μέσα από κείμενα που συνδυάζουν τα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα με φανταστικά στοιχεία και μυθιστορηματική αφήγηση, μπαίνει στο περιβάλλον της βυζαντινής κοινωνίας. «Ιστορικοί χαρακτήρες αλληλεπιδρούν με φανταστικούς, και κενά στις αναφορές των χρονικογράφων καλύπτονται με σενάρια άλλοτε πιθανά και άλλοτε πιο απίθανα. Σε γενικές γραμμές προσπαθώ οι δικές μου φανταστικές διηγήσεις να μην επισκιάζουν την πραγματική ιστορία, αλλά να αναδεικνύουν το ιστορικό πλαίσιο και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων τότε».
Εκπρόσωπος της νέας γενιάς των Ελλήνων δημιουργών κόμικς, ο Νίκος Μπουκουβάλας ήξερε από παιδί ότι η ενασχόληση με το αντικείμενο αυτό ήταν μονόδρομος. «Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγράφιζα και με ενδιέφεραν πάντα οι ιστορίες και τα παραμύθια. Για αυτό και στο σχολείο οι υψηλότεροι βαθμοί μου ήταν πάντα στα καλλιτεχνικά και τη λογοτεχνία. Ήξερα λοιπόν πάντα ότι ήθελα να κάνω κάτι σχετικό», λέει.
Ξεκίνησε από την εικονογράφηση, αλλά το κόμικ αποδείχθηκε πληρέστερος τρόπος έκφρασης. «Η εικονογράφηση βασίζεται στην απεικόνιση κάποιων στιγμών-κλειδιών της ιστορίας συνήθως με “θεατρική” σκηνοθεσία και αφήνει το υπόλοιπο στην φαντασία του αναγνώστη. Τα κόμικς, αντίθετα, επιτρέπουν μια πιο λεπτομερή και συνεχή αφήγηση, όπου ο δημιουργός έχει τον πλήρη έλεγχο να αποδώσει την ιστορία με όποιον τρόπο θελήσει».
Το ενδιαφέρον του Νίκου Μπουκουβάλα για τον Βυζαντινό πολιτισμό έχει τις ρίζες του στα μαθητικά του χρόνια. Μια συζήτηση με τον καθηγητή του καλλιτεχνικών στο Λύκειο, Φοίβο Παπαχατζή, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε πάνω στην εικονογράφηση μιας ιστορίας, βυζαντινής θεματολογίας, ήταν η αφορμή για έναν ουσιαστικό προβληματισμό. Και η αναζήτηση τρόπων απεικόνισης του Βυζαντίου μόλις έχει αρχίσει… «Το βιβλίο ιστορίας που μελετούσαμε τότε, πέρα από κάποιες φωτογραφίες βυζαντινών μωσαϊκών, δεν διέθετε ούτε μία εικόνα για το πώς έμοιαζε ένας Βυζαντινός χωρικός, ή ένας ευγενής ή ένας στρατιώτης. Για τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, είχαμε μια αρκετά καθαρή εικόνα στη φαντασία μας, αλλά για τον ελληνικό Μεσαίωνα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τίποτα πέρα από μία χαοτική λίστα ημερομηνιών και ονομάτων. Άρχισα να ψάχνω μόνος μου, προσπαθώντας να αποκτήσω μία εικόνα του “πώς έμοιαζε” το Βυζάντιο. Όσο ερευνούσα τη Βυζαντινή περίοδο, ένοιωθα μια οικειότητα.. Ακούγεται παράξενο αυτό για μία εποχή που έχει περάσει στη μνήμη μας ως αρχαία, αλλόκοσμη και μυστήρια, αλλά πολλά πράγματα που θεωρούμε ως καθαρά νεοελληνικά -ονόματα, επίθετα, έθιμα, εκφράσεις, μουσικές και διατροφικές συνήθειες- έχουν τις ρίζες τους στα Βυζαντινά χρόνια».

Οι υπαρκτές αυτές ομοιότητες τον διευκόλυναν να φανταστεί ιστορίες και σενάρια με άξονα τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. «Μέχρι στιγμής, οι ιστορίες που διηγούμαι καταπιάνονται με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλά η αφήγηση είναι πάντα μυθιστορηματική. Ιστορικοί χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν με φανταστικούς, και σενάρια άλλοτε πιθανά και άλλοτε πιο απίθανα καλύπτουν κενά στις αναφορές των χρονικογράφων. Σε γενικές γραμμές όμως προσπαθώ οι δικές μου φανταστικές διηγήσεις να μην επισκιάζουν την πραγματική ιστορία, αλλά να αναδεικνύουν το ιστορικό πλαίσιο και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων τότε» .
Η επινόηση, η δημιουργία των ηρώων αποτελεί αναμφισβήτητα μία πρόκληση με δεδομένο ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ενός επαναλαμβανόμενου μοντέλου χαρακτήρων. «Προσωπικά θεωρώ πιο ενδιαφέρον το να γράφω χαρακτήρες που σκέφτονται διαφορετικά από εμένα, ή που έχουν άλλα πιστεύω και αξίες από εμένα. Και όταν ακούω ότι οι αναγνώστες εκτιμούν αυτούς τους χαρακτήρες, προφανώς το εκλαμβάνω ως μία μεγάλη φιλοφρόνηση».
Το 2019 γίνεται η πρώτη σοβαρή απόπειρα του Νίκου στη δημιουργία κόμικ. Με μια ιστορία εμπνευσμένη από αφηγήσεις Βυζαντινών χρονικογράφων, όπως την Άννα Κομνηνή και τον Μιχαήλ Ψελλό, τα “Φιλντισένια Χρόνια” παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο Comicdom Con Athens της ίδιας χρονιάς. «Αν και δεν είχα ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες, λόγω της ιδιαίτερης θεματολογίας του, είχε καλή απήχηση και συγκέντρωσα ένα κοινό».

Ξεχωριστή θέση στην καρδιά του έχει ‘’Ο Ακρίτας’’, η σειρά που δουλεύει αυτήν την περίοδο… «Είναι μια ιστορία που είχα αποπειραθεί να ξεκινήσω στα χρόνια της σχολής. Τότε την άφησα στην άκρη ως ανώριμη. Όμως κάποιοι φίλοι μου δεν την είχαν ξεχάσει και με ενθάρρυναν να την ξαναρχίσω. Ξεκίνησα με νέο σενάριο και εικονογράφηση, στέλνοντάς τους την κάθε ολοκληρωμένη σελίδα για απόψεις και ενθάρρυνση. Αυτό έκανε τη διαδικασία της δημιουργίας να μην φαντάζει τόσο μοναχική, δίνοντάς μου συγχρόνως την αίσθηση ότι η ιστορία “ζούσε” και έξω από το δικό μου μυαλό, κάτι πολύ ενθαρρυντικό».

Ο Νίκος Μπουκουβάλας άνοιξε κυριολεκτικά το δρόμο στο εμπνεόμενο από τη βυζαντινή κοινωνία κόμικ. Το ενδιαφέρον του ωστόσο δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο... «Η Ελληνική Ιστορία στο σύνολό της με συναρπάζει, από τους Μινωικούς χρόνους μέχρι και τη Σύγχρονη εποχή. Αλλά θα ήθελα να εξερευνήσω και ιστορίες από την Γαλλική και την Ρωσική Ιστορία, αλλά και από διάφορες χώρες των Βαλκανίων».
Αυτήν την εποχή, παράλληλα με τις βυζαντινές σειρές που δουλεύει, ο Νίκος συνεργάζεται σ’ ένα νέο project το οποίο εξελίσσεται στην Αρχαία Ελλάδα συνδυάζοντας ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία. «Θα είναι η πρώτη φορά που δεν θα είμαι και ο εικονογράφος και ο συγγραφέας, πρόκειται για συνεργασία, οπότε για εμένα αυτή η εμπειρία θα έχει ένα ενδιαφέρον».
Στα σχέδιά του είναι να διευρύνει τη θεματολογία του περνώντας από το ιστορικό κόμικ, σε πιο σύγχρονες, καθημερινές ιστορίες, μακριά όμως από την επικαιρότητα ή την πολιτική... «Τα γεγονότα της επικαιρότητας προφανώς με επηρεάζουν, όπως όλους μας, με βάζουν σε σκέψεις και προβληματισμούς. Θεωρώ ωστόσο ότι κάτι τέτοιο περιορίζει τη συζήτηση σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό συμβάν και επιτρέπει στον αναγνώστη να υψώσει ιδεολογικές άμυνες. Αν θέσω ένα πιο αόριστο σενάριο, πιστεύω ότι ο αναγνώστης θα μπορέσει να κατανοήσει περισσότερα πράγματα, ανεξαρτήτως του πότε θα διαβάσει το έργο. Είμαι άνθρωπος των παραμυθιών και προτιμώ μια πιο παραμυθένια προσέγγιση».
Και ως άνθρωπος των παραμυθιών, αναγνωρίζει την ξεχωριστή χάρη του παραδοσιακού σχεδίου. «Μπορώ εύκολα να φανταστώ τον εαυτό μου να δουλεύει αποκλειστικά με αυτό, αλλά σε μια εικονογράφηση που θα της ταίριαζε περισσότερο κάτι τέτοιο. Ίσως σε μια ιστορία πιο ρομαντική».

Ζώντας στην ψηφιακή εποχή ωστόσο προφανώς και ισορροπεί ανάμεσα στο παραδοσιακό και το ψηφιακό. Δημιουργία ενός κόμικ στο χαρτί ή στον υπολογιστή; «Σχεδιάζω κυρίως σε χαρτί, με μελάνια και μολύβι, γιατί έτσι νιώθω ότι έχω μεγαλύτερο έλεγχο στο αποτέλεσμα. Ωστόσο, το χρώμα, η περαιτέρω επεξεργασία και η ένταξη των διαλόγων γίνονται ψηφιακά. Η στροφή στα ψηφιακά μέσα έγινε για πολλούς λόγους: επιτρέπουν πιο γρήγορους ρυθμούς δουλειάς, αφήνουν περιθώρια για λάθη και διορθώσεις, δεν απαιτούν την ίδια προετοιμασία ή τον καθαρισμό του χώρου εργασίας, ούτε και το κόστος των παραδοσιακών υλικών. Επιπλέον, η αισθητική του εμφανώς ψηφιακού σχεδίου δείχνει να έχει σήμερα μεγαλύτερη ζήτηση από το κοινό και να βρίσκεται πιο κοντά στα πρότυπα της αγοράς».
Το ίδιο ερώτημα αφορά και την μορφή με την οποία το έργο φτάνει στον αναγνώστη. «Η ηλεκτρονική μορφή του έργου, το λεγόμενο e-book, είναι πλέον απαραίτητη. Κάποιος που θα ενδιαφέρεται να διαβάσει κάτι δικό σου μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να το βρει σε έντυπη μορφή κοντά του ή να το χρειάζεται μεταφρασμένο σε κάποια άλλη γλώσσα, κάτι που είναι πολύ πιο εύκολο να γίνει ψηφιακά παρά μέσω νέας έντυπης έκδοσης. Φυσικά, το έντυπο δεν πρόκειται να χαθεί: πέρα από την όποια συλλεκτική αξία, έχει μια διαφορετική σημασία το να κρατάς κάτι στα χέρια σου, να το διαβάζεις και να ξέρεις ότι θα το βρεις στο ράφι σου ανά πάσα στιγμή. Επίσης, το έντυπο έχει το πλεονέκτημα ότι είναι πιο ορατό και εύκολο να προβληθεί σε φεστιβάλ ή βιβλιοπωλεία, ενώ τα ψηφιακά βιβλία συχνά χάνονται στο χαοτικό διαδίκτυο, καταλήγοντας πολύ εύκολα ως ένας ακόμα σύνδεσμος σε μια ατελείωτη λίστα από άλλα ψηφιακά έγγραφα».

Στις καλλιτεχνικές του επιρροές περιλαμβάνει, από εικονογράφους, «τις Αγγλίδες αδερφές Τζάνετ και Άνν Γκράζαμ-Τζονστοουν και τον Ρώσο Ιβάν Μπιλίμπιν, για τον τρόπο που απέδιδαν τις ανθρώπινες μορφές, τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιούσαν και την ακρίβεια με την οποία απέδιδαν τα ρούχα και τον εξοπλισμό των χαρακτήρων», ενώ από σχεδιαστές κόμικ και κινουμένων σχεδίων «τον Αμερικανό Μπρους Τιμ για το καθαρό και στιλιζαρισμένο του σχέδιο, τον επίσης Αμερικανό Τζεφ Σμιθ για τις δυναμικές γραμμές του σχεδίου του και τέλος τον Ιάπωνα Νομπουχίρο Ουατσούκι για τον τρόπο που αποδίδει την κίνηση και τις σκηνές δράσης».
Ο Νίκος Μπουκουβάλας μπήκε στο χώρο των κόμικς σε μία αρκετά καλή στιγμή με ελληνικούς τίτλους να βρίσκονται στα ράφια των εκδοτικών οίκων, με εμπεριστατωμένες δράσεις σχετικές με τα κόμικς, όπως το Comicdom Con στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται και νέες διοργανώσεις. «Παλιότερα, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου υπόβαθρο για τα κόμικς στην Ελλάδα, πέρα από την πολιτική γελοιογραφία. Ουσιαστικά, οι προηγούμενοι Έλληνες δημιουργοί κόμικς ένωσαν τις δυνάμεις τους, επέμειναν και τελικά κατάφεραν να χτίσουν μια πιο βιώσιμη σκηνή, η οποία πλέον καταφέρνει να ακούγεται περιστασιακά και σε πιο mainstream ειδήσεις».
Στην ψηφιακή εποχή, η τεχνολογία δημιουργεί νέα δεδομένα, προβλήματα και προκλήσεις όπως το ζήτημα της προβολής… «Τα webtoons, είναι σχεδιασμένα ειδικά για να διαβάζονται τα ψηφιακά κόμικς σε κινητά τηλέφωνα. Ο αναγνώστης δεν γυρίζει σελίδα, αλλά σκρολάρει προς τα κάτω, όπως θα έκανε σε ένα οποιοδήποτε άρθρο. Υπάρχουν ήδη προσπάθειες να δημιουργηθούν πλατφόρμες αποκλειστικά για ψηφιακά κόμικς. Μερικές από αυτές είναι αρκετά καλές, συχνά όμως θυμίζουν λιγότερο μια βιτρίνα ή ένα ράφι που σε καλεί να εξερευνήσεις τίτλους και περισσότερο έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Αν έπρεπε να μαντέψω πώς θα εξελιχθούν τα επόμενα χρόνια, θα έλεγα ότι πιθανότατα θα θυμίζουν τις σημερινές πλατφόρμες συνδρομητικής τηλεόρασης: πιο διαδραστικές, με καλύτερη οργάνωση και περισσότερο υλικό προεπισκόπησης για τα διαθέσιμα βιβλία».

Η τεχνητή νοημοσύνη τον βρίσκει αρνητικό, όπως άλλωστε τους περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Αναγνωρίζει βέβαια το ρόλο που μπορεί να έχει –κάτι που ήδη συμβαίνει ειδικά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας ή animation- μόνο σε πιο στοχευμένες εφαρμογές, σε προγράμματα που θα διευκολύνουν συγκεκριμένα κομμάτια της δουλειάς του καλλιτέχνη. «Υπάρχει έντονη εχθρότητα από την κοινότητα των κόμικς –και των καλλιτεχνών γενικότερα– απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη. Όχι μόνο λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει εκπαιδευτεί στην παραγωγή εικόνων, αλλά και λόγω ανησυχιών για πνευματική ιδιοκτησία και διάφορα άλλα. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια ένταξής της στην τέχνη των κόμικς είναι αναμενόμενο να συναντήσει αντίσταση. Αν αφήσουμε, ωστόσο, το ηθικό κομμάτι στην άκρη και εξετάσουμε μόνο το πρακτικό, δεν πιστεύω ότι η τεχνητή νοημοσύνη στην παρούσα στιγμή μπορεί πραγματικά να αξιοποιηθεί στη δημιουργία κόμικς. Ένα βασικό μειονέκτημά της είναι η αδυναμία να διατηρεί συνέπεια και λεπτομέρειες σε πολλές διαδοχικές εικόνες, κάτι απολύτως ουσιώδες για το μέσο. Μπορώ να φανταστώ ίσως κάποια περιορισμένη χρησιμότητα στην παραγωγή πολύ απλών στοιχείων που στη συνέχεια θα ενσωματώνονται στο έργο από τον δημιουργό. Ωστόσο, δεδομένου του βαθμού ελέγχου που θέλει να έχει ο καλλιτέχνης στη δουλειά του, ακόμη κι αυτό είναι συχνά προτιμότερο να γίνεται από τον ίδιο».
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας εικονογράφος εντάσσονται στο πλαίσιο της επαγγελματικής αποκατάστασης και της επικρατούσας αβεβαιότητας, καθώς το έντυπο έχει κορεστεί ενώ στο διαδίκτυο η υπάρχουσα αχανής κυριολεκτικά ποσότητα έργων έχει σαν αποτέλεσμα να χάνεται κανείς εύκολα ανάμεσα σε αμέτρητους δημιουργούς. Ο Νίκος δίνει και μία διαφορετική, ενδιαφέρουσα διάσταση. «Αυτό που θα επιλέξω να τονίσω είναι η κοινωνική ζωή. Η εικονογράφηση είναι μία δουλειά που σε απασχολεί για μεγάλο κομμάτι της μέρας. Σχεδόν πάντα δουλεύεις μόνος. Και αν αυτό είναι βολικό μερικές φορές, πολύ συχνά σε κάνει να νιώθεις μόνος, κυρίως αν μετά την δουλειά αισθάνεσαι ότι δεν έχεις την ενέργεια να βγεις έξω και να μιλήσεις με κόσμο. Αν δεν προσέξεις είναι μία δουλειά που σε απομονώνει πολύ εύκολα».
Ρεαλιστής και ονειροπόλος. Ευαίσθητος και προσγειωμένος. Θεμιτές οι φιλοδοξίες ειδικά ενός νέου ταλαντούχου ατόμου. «Ονειρεύομαι κάποια στιγμή να δημιουργήσω μια κόμικ απόδοση του βιβλίου ‘’Τα Παιδιά του Χούριν’’ του Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν. Το διάβασα για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της καραντίνας και με συγκλόνισε τόσο η ιστορία και οι χαρακτήρες, όσο και οι ευφυείς διάλογοι και η βαθιά αίσθηση μελαγχολίας που διαπερνά το έργο. Βέβαια, γνωρίζω πόσο διστακτικό είναι το Ίδρυμα Τόλκιν στο να παραχωρεί δικαιώματα, οπότε αυτό το όνειρο φαντάζει μακρινό. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα κάποτε να έχω έστω μερικές ολοκληρωμένες σελίδες να δείξω, ακόμα κι αν δεν εκδοθούν ποτέ».
Η τελευταία φράση είναι ίσως και αυτή που κάνει τη διαφορά. Όταν το όνειρο δεν σβήνει μπροστά στα εμπόδια, δεν συμβιβάζεται...
Τον ρώτησα τι θα ήθελε να είναι αν δεν ήταν εικονογράφος. «Η δουλειά του εικονογράφου είναι ιδιαίτερα απορροφητική: απαιτεί πολύ χρόνο και κυριαρχεί στη σκέψη, ακόμα και όταν δεν εργάζεσαι. Οπότε με αυτό υπ' όψιν, αν δεν ήμουν εικονογράφος θα προτιμούσα να έχω μια απλή δουλειά, χωρίς κάποιο συναισθηματικό φορτίο, που θα την έκανα μόνο για να εργάζομαι και μόλις τελείωνε η μέρα, να μην την σκέφτομαι άλλο».
Ο Νίκος Μπουκουβάλας δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι άλλο από αυτό που κάνει με τόση αγάπη. Θα μου μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη η εικόνα του στο Fantasy Festival. Καθισμένος στον πάγκο του, να σχηματίζει πάνω στο λευκό χαρτί το νέο του ήρωα, έχοντας μια έκφραση ηρεμίας και πληρότητας. Κινούμενος με ιδιαίτερη ευελιξία στο διάβα των αιώνων, μας ξαναγνωρίζει το παρελθόν μας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Νίκος Μπουκουβάλας είναι αριστούχος πτυχιούχος Sketch Comics Cartoon, του Πανεπιστημίου Middlessex, Λονδίνο – ΑΚΤΟ και κάτοχος πτυχίου "Master of Science (M.Sc.) in Design" του Πανεπιστημίου Middlessex, Λονδίνου – ΑΚΤΟ με υποτροφία. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Πολυδρόσου Χαλανδρίου και έχει συμμετάσχει στην έκθεση ζωγραφικής του ζωγράφου - αγιογράφου Δημητρίου Σκουρτέλη με θέμα «Εικονογράφηση των Aκριτικών Eπών». Έχει ασχοληθεί με εικονογραφήσεις, σχέδια, τη δημιουργία ορειχάλκινων αγαλματιδίων-μινιατουρών τα οποία διέθεσε προς πώληση στο πωλητήριο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Έχει συνεργαστεί με την «ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», έχει συμμετάσχει στην επετειακή έκθεση για τα 100 χρόνια της ΕΣΗΕΑ. Συμμετείχε στο Comicdom Athens 2019 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Comicdom Athens 2024 στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, με τα βυζαντινά κόμικς του.
Γεύσεις και αρώματα μιας άλλης εποχής
Μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη - Μπαζάκη
Η γειτονιά μοσχοβολάει λεμόνι, νεράντζι, περγαμόντο, ρόδο… Οι μυρωδιές από τους καρπούς και τα άνθη της ανδριακής γης πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα. Στο σπίτι απ’ όπου ξεχύνονται τα αρώματα, τα καζάνια πάνω στην τεράστια στόφα αχνίζουν αναδύοντας τις μοσχοβολιές. Και στο τετράγωνο τραπέζι που κυριαρχεί στην κουζίνα, οι ολόφρεσκοι καρποί και τα μυρωδάτα άνθη, που φτάνουν σε πανέρια από επιλεγμένα χτήματα του νησιού, περιμένουν τη σειρά τους για να μεταβληθούν με περίσσεια αγάπη και πολύ μεράκι στα περίφημα «Γλυκά Σταματίου Κατσιώτη». Οι εικόνες μας έρχονται από άλλες εποχές, πάνω από μισός αιώνας μας χωρίζει από το τέλος αυτού του δημιουργικού κύκλου που κράτησε πολλές δεκαετίες και η διαδικασία ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη – Μπαζάκη της μικρότερης κόρης του Σταμάτη Κατσιώτη.
Με κοινό υπέρτιτλο -σε όλα τα φύλλα- "Η ΕΛΛΑΣ ΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ" η μοναδική ανδριακή εφημερίδα της εποχής, "ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ", καλύπτει τα γεγονότα στο αλβανικό μέτωπο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν εκδόθηκε έκτακτο φύλλο με την κήρυξη του πολέμου, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη αναφορά στον πόλεμο γίνεται στο φύλλο της Κυριακής 3 Νοεμβρίου 1940.
Από το αρχείο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, στη Χώρα 'Ανδρου.
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
Της Μανιώς Μάνεση
28 Οκτωβρίου 1940. Ένας νεαρός Αρκάς δάσκαλος, διορισμένος στο Δημοτικό σχολείο των Στενιών Άνδρου, έφυγε για το μέτωπο, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της πατρίδας. Ο Γιώργος Σάλαρης, γεννημένος το 1910 στο Καλλιάνι Γορτυνίας, μας αφηγήθηκε όσα είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του και είχαν μείνει ανεξίτηλα έξι γεμάτες δεκαετίες μετά... Ο Γιώργος Σάλαρης «έφυγε» τον Ιούνιο του 2010, σε ηλικία 100 ετών. Οι μνήμες που διατήρησε τόσα χρόνια ένας από τους τελευταίους επιζώντες της σειράς του, αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο με διαχρονική αξία...
![]() |
![]() |
| Ο Γιώργος Σάλαρης φαντάρος το '40 | Με έναν συμπολεμιστή |
«Μόλις ακούσαμε ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, πήγα στην αστυνομία να παρουσιαστώ. Κάλεσαν δέκα ηλικίες στην επιστράτευση. Εκεί με ενημέρωσαν ότι είχε φτάσει μια διαταγή σύμφωνα με την οποία οι διαμένοντες εις τας νήσους έπρεπε να περιμένουν νεότερη διαταγή. Ήταν βλέπεις τα υποβρύχια που χτυπούσαν τα καΐκια και υπήρχε κίνδυνος να χαθεί μεγάλο μέρος του στρατού.
Λίγες μέρες μετά, μου λέει ο Χαράλαμπος ο Παπασπηλίου, ξάδελφός μου –από το Καλλιάνι και αυτός- υπηρετούσε στην αστυνομία της Άνδρου, «Γιώργη πρέπει να φύγουμε». Παίρνει η γυναίκα μου, δασκάλα και εκείνη μαζί υπηρετούσαμε στο σχολείο των Στενιών, την κόρη μας –ήταν μωρό, δυο ετών – και πήγαμε στο λιμάνι. Το Γαύριο. Μπαίνω νύχτα, γιατί βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, σε ένα καΐκι και φτάνω Αθήνα. Το άλλο πρωί φτάνω Τρίπολη, να παρουσιαστώ στο Σύνταγμά μου. Το 11ο Τριπόλεως. Κενό το Σύνταγμα... Λουκέτο... Σκοτώθηκαν πολλοί από το Σύνταγμά μας. Πήγε από τα πρώτα και έπεσε σε σφοδρές μάχες...
Έκανα παρέα αργότερα με έναν αξιωματικό του 11ου Συντάγματος, που πήγε στην Αλβανία το '40 και μου έλεγε: «Στρατό σαν τους Αρκάδες δεν έχω δει. Παλληκάρια – έχουν ιδανικά – γενναίοι. Ξέρουν γιατί μάχονται. Πολεμούν. Δεν είδα να δειλιάσουν». Και διηγείτο για έναν που ήταν έτοιμος να απολυθεί και του λέει κάθισε πήγαινε στο σπίτι σου. Αυτός ούτε να το ακούσει, πήρε το όπλο του και όρμισε κατευθείαν στο στρατό.
Εγώ κατέβηκα στο Ναύπλιο –στη Μεραρχία. Μας πέρασαν από γιατρούς– ήταν και άλλοι που παρουσιαζόταν τότε. Εμένα με ρίξανε στη 17η Μεραρχία, στις διαβιβάσεις. Τηλέφωνα... έρπουσες γραμμές –περνούσαν μέσα από τα πεδία μαχών- αν κοβόταν, έπρεπε να πάμε να τα διορθώσουμε. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Διοικητής του Σώματος ήταν ο Τσολάκογλου.
Προς το Βόρειο Μέτωπο
Μας πήγανε κατευθείαν στο Βόρειο Μέτωπο. Στο Πόγραδετς. Όλο χιόνια. Δριμύτατο κρύο. Ο στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος. Είχαμε όπλα του '12-'13, μπαλωμένα ρούχα, κουβέρτες παίρναμε από τα σπίτια. Ξέρεις πόσοι έπαθαν κρυοπαγήματα; Όλοι οι καμπίσιοι είχαν σοβαρά προβλήματα. Μην κοιτάς εμείς οι Γορτύνιοι που ήμασταν μαθημένοι στο κρύο.
Το Βόρειο Μέτωπο είχε πέσει. Ήταν ο Δαβάκης που τους είχε αποκρούσει. Εμείς όταν φτάσαμε είχε καθαρίσει αυτό το μέρος. Είχε ελευθερωθεί. Πολλοί στρατιώτες από τα νησιά πήγαν εξαιτίας της διαταγής που σου είπα, πιο καθυστερημένα. Αλλά στο Ελβασάν ήταν οι Σαμιώτες που έπαθαν πανωλεθρία.

Πρωινή καθαριότητα στο στρατόπεδο. Ο Γιώργος Σάλαρης τρίτος από αριστερά.
Πήγαμε στις φαράγγες απάνω, σε ένα χωριό το Λεπινότ.. Κοιμόμαστε σε κάτι αμπριά... Οι προηγούμενοι στρατιώτες είχαν σκάψει στις πλαγιές, στα γκρέμνα, τρύπες, λαγούμια, για να αποφεύγουν τους βομβαρδισμούς. Αυτά είχαν πιάσει νερά από τις βροχές και τα χιόνια. Το δάπεδο ήταν σκέτη λάσπη. Βάζαμε λοιπόν καδρόνια και απάνω κλαδιά από κουμαριές και καλάμια για να κάνουμε ένα υποτυπώδες στρώμα να μπορέσουμε να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε λίγο.
Θυμάμαι τις φορές που έκανα σκοπιά... Ήταν μεγάλη η ευθύνη, μπορούσες να πάρεις στο λαιμό σου ολόκληρο το λόχο. Ερχόταν οι Αλβανοί αντάρτες, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς. Αυτοί έκοβαν κλαδιά και καλυπτόταν με αυτά – σαν ομπρέλα. Παρακολουθούσαν λοιπόν το φρουρό, τον ακολουθούσαν όταν εκινείτο και όταν αυτός γύριζε έβλεπε δέντρα. Ήταν δηλαδή οι Αλβανοί καλυμμένοι με τα κλαδιά. Στόχος τους ήταν να σκοτώσουν τη σκοπιά για να αιχμαλωτίσουν το λόχο.
Εγώ στη 17η Μεραρχία, ήμουνα με Μακεδόνες και Σαρακατσαναίους. Ήταν βέβαια και κάποιοι πατριώτες –από Γορτυνία- ο Κουσουρέλης ο δικηγόρος από Στεμνίτσα, με αυτόν διατηρήσαμε φιλία μετά. Θυμάμαι ανήμερα τα Χριστούγεννα του '40, μας έβαλαν στη σειρά να μας μοιράσουν κάλτσες και φανέλες, επλέκανε τότε οι γυναίκες. Λοιπόν έρχεται η σειρά μου, μου δίνει ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και βλέπω από τα Αποίκια. Το χωριό που πρωτοπήγα δάσκαλος στην Άνδρο. Συγκινήθηκα πολύ. Τις πήρα, τις φόρεσα, ζεστάθηκα. Είχαμε πολλές ελλείψεις.
Από την Κορυτσά το πρώτο τηλεγράφημα
Από την Κορυτσά έστειλα το υπ' αριθμόν 1 τηλεγράφημα. Όταν πήγαμε εμείς, είχε ελευθερωθεί πριν δυο ημέρες. Ήταν άλλες δυνάμεις που μπήκαν πρώτες. Αντικρίσαμε καταστήματα λεηλατημένα, εμπορεύματα πεταμένα, έπιπλα πεταμένα... Εγώ αναζήτησα το τηλεγραφείο, να στείλω ένα μήνυμα στη γυναίκα μου. Μου λένε είναι το πρώτο τηλεγράφημα που φεύγει. Εγώ το έκανα σαν τον Αμέρικο Βεσπούτι, που έδωσε το όνομα του στην Αμερική ενώ την είχε ανακαλύψει ο Κολόμβος! Άλλοι κατέλαβαν την Κορυτσά, εγώ έστειλα το πρώτο τηλεγράφημα. Αριθμός 1!
Αναμνήσεις... Λιγοστεύουν πια με τα χρόνια... Θυμάμαι ότι για να πάρουμε το ταχυδρομείο της μονάδας, έπρεπε να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο εβάλλετο συνεχώς από τους Ιταλούς. Το ταχυδρομείο πήγαινε κάθε φορά άλλος να το πάρει. Σε όποιον τύχαινε ο κλήρος. Ερχόταν ο επιλοχίας, σε καλούσε με απότομο ύφος! Αυτοί ήταν απότομοι και θρασείς. Οι περισσότεροι αγράμματοι – τους δίνουν ένα γαλονάκι και εκμεταλλεύονται – τέτοια εποχή είναι δικτατορίσκοι. Πολλοί συνάδελφοι που πήγαν για το ταχυδρομείο δεν γύρισαν.
Άλλη μια φορά θυμάμαι –εγώ όπως σου είπα ήμουνα στα τηλέφωνα- έρχεται ο επιλοχίας λέει ψοφούνε τα ζώα δεν έχουμε καλαμπόκια. Άρχισε να καλεί αδιακρίτως φαντάρους. Πήγα, έτυχε μαζί και ο Κουσουρέλης να φορτώσουμε καλαμπόκια. Τα είχαν σε κάτι πλεχτές αποθήκες, έξω στο ύπαιθρο. Είχανε πασσάλους υπερυψωμένους και το πάτωμα της αποθήκης ήταν πλεχτό. Επήγαινε ένας – ένας εφόρτωνε και έβγαινε στο δρόμο. Μείναμε τελευταίοι – ανίδεοι άνθρωποι. Φορτώσαμε τα μουλάρια και ξεκινήσαμε να πάμε το καλαμπόκι σε συγκεκριμένο μέρος. Έπρεπε όμως να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο το λήστευαν Αλβανοί αντάρτες. Έπαιρναν τα ζώα με το φορτίο και σκότωναν τους ανθρώπους. Όποιος περνούσε μόνος του, αυτήν την τύχη είχε. Του παίρνανε το φορτίο και τον σκότωναν. Εμείς καθυστερήσαμε – όχι σκοπίμως, ξέρω πώς έτυχε; Κακή διοίκηση, κακό υπολογισμό, ο επικεφαλής μας παράτησε και έφυγε. Εμείς μείναμε 3-4. Λέει ένας από την παρέα «Που θα πάμε τώρα; Εμείς είμαστε ξοφλημένοι τώρα. Οπωσδήποτε θα μας σκοτώσουν εμάς. Αυτοί πάνε ολόκληρος λόχος και με όπλα – συνοδεία». «Τι να κάνουμε του λέω; Θα περάσουμε στρατοδικείο. Και εδώ θα σκοτωθούμε και στο στρατοδικείο θα μας σκοτώσουν και εκεί θα έχουμε ρεζιλευτεί επιπλέον. Πάμε λοιπόν μπας τους προλάβουμε»... Τελικά τα καταφέραμε, προλάβαμε κάτι άλλους συναδέλφους. Τα καταφέραμε...
Η ήττα του Μουσολίνι
Βόρεια μείναμε μέχρι την άνοιξη. Τότε πήραμε διαταγή να πάμε στο Νότιο Μέτωπο, που θα επιτεθεί ο Μουσολίνι. Θα ερχόταν ο ίδιος ο Μουσολίνι. Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς την Κλεισούρα. Η διαδρομή αυτή έγινε υπό συνεχή, ραγδαιοτάτη βροχή. Είχε ο καθένας από μισό αντίσκηνο. Για να στηθεί το αντίσκηνο ένωνες το κομμάτι σου, με το κομμάτι ενός άλλου φαντάρου. Αλλά πού να στήσεις το τσαρδί. Παντού ήταν βρεγμένα, δεν στεκόταν οι πάσσαλοι... και πέφταμε πάνω στις κουμαριές –λυγίζαμε κλαδιά γιατί τα μέρη ήταν θαμνώδη- όπως ήμασταν ντυμένοι και βάζαμε το αντίσκηνο σαν ομπρέλα. Έτσι ξεκουραζόμαστε, όχι ότι κοιμόμαστε. Την άλλη μέρα, ξανά πορεία. Εκεί χρησιμοποιούσαμε το αντίσκηνο σαν αδιάβροχο και κουκούλα.
Ήρθε τελικά ο Μουσολίνι, έκανε την επίθεση στην Τρεμπεσίνα, στον Αώο ποταμό, έφαγε τα μούτρα του. Μέσα στο ποτάμι ήμασταν. Έγινε η επίθεση, δεν μπόρεσαν οι Ιταλοί, απέτυχε ο Μουσολίνι. Εκεί όμως έγινε σκοτωμός. Μια Τρεμπεσίνα, δεν έβλεπες τίποτα –σκόνη, πέτρες, βομβαρδισμοί. Με το που σταμάτησαν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, και σου λένε οι Ιταλοί πάει δεν υπάρχει κανείς, βγήκαν από τα αμπριά οι φαντάροι και επιτέθηκαν με ξιφολόγχη. Φώναζαν «φούσκωσέ τον». Αυτή η ιαχή κυριαρχούσε. Και έτρεχαν. Οι Ιταλοί ετράπησαν σε φυγή. Ο Μουσολίνι απέτυχε παταγωδώς. Ήμασταν νικητές.
Το μακάβριο ήταν που μπήκαμε σε έναν καταυλισμό με έναν συνάδελφο. Κάναμε έναν περίπατο σε μια περιοχή –πεδίο μάχης ήταν- που είχε γίνει η μάχη προ 2 ημερών. Σε πιάνει ένα δέος και μια απελπισία. Μορφωμένοι λαοί να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Έβλεπες εδώ πόδια κομμένα, εκεί κεφάλι, μια χλαίνη πεταμένη, μια λουρίδα σκισμένη... Πάμε πιο πάνω και βλέπουμε τρεις Ιταλούς, τυλιγμένοι με τα ρούχα τους όπως ήταν, πρησμένοι τυμπανισμένοι. Λέγω κακόμοιροι Ιταλοί. Είναι τρομερός ο πόλεμος. Να πρέπει να σκοτώνεις τον άλλο. Οπισθοχώρησαν οι Ιταλοί και τους εγκατέλειψαν άταφους. Δεν πρόλαβαν να τους θάψουν. Οι δικοί μας έπρεπε να το κάνουν, αλλά... Αιχμαλώτους Ιταλούς είχαμε. Παραδινόταν. Αφού πέφτετε σαν τρελοί στη μάχη, έλεγαν, τι να κάνουμε; Αυτοί δεν τον ήθελαν τον πόλεμο. Τους υποχρέωσαν. Ενώ οι Γερμανοί ήταν φανατισμένοι...
Οι Γερμανοί έρχονται.
Αλλά και αυτοί δεν μπόρεσαν να περάσουν από τα Οχυρά του Μεταξά στη Βουλγαρία. Επετέθησαν οι Γερμανοί από τη Βουλγαρία. Ήταν τόσο εγωιστές και είχαν τόσο οπλισμό, είχαν υπεροπλία ενώ τα άλλα κράτη ήταν άοπλα, που νόμιζαν ότι κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ήταν υπερδύναμη. Πήγαν να περάσουν από τα οχυρά. Κάνουν επίθεση τρώνε τα μούτρα τους. Τη δεύτερη, τίποτα. Ξανά και ξανά. Είχαν μεγάλες απώλειες. Δεν τα έσπασαν τέλος τα οχυρά. Σου λέει αλλιώς τα υπολογίζαμε και αλλιώς τα βρήκαμε. Δεν πέρασαν από εκεί. Πέρασαν από τη Σερβία, που την είχαν ήδη καταλάβει και μας κύκλωσαν μέσα στην Αλβανία με τα μηχανοκίνητα. Σου λέει ο Τσολάκογλου, είναι μάταιος ο αγώνας. Εγώ ήμουνα στην Τρεμπεσίνα κατά τη συνθηκολόγηση. Πήραμε εντολή να παραδώσουμε τα όπλα στα Γιάννενα. Και αυτό αφού είχαμε νικήσει το Μουσολίνι...
Κατεβαίνοντας προς τα Γιάννενα, οι Γερμανοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς. Έβαλλαν με όλμους και τα δικά μας όπλα ήταν τίποτα. Ψυχή είχαμε, αλλιώς από εξοπλισμό... Βαδίζαμε νύχτα. Κατεβαίναμε μπουλούκια. Μια μέρα, εξαντλημένος έτσι όπως ήμουνα, λέω εγώ θα σταματήσω λίγο. Τι μπορούν να κάνουν οι Ιταλοί; Το πολύ να πάω αιχμάλωτος στους Ιταλούς –δεν μπορούσα να κινηθώ, ήταν πιασμένα τα πόδια μου. Με ακολουθούν καμιά δεκαριά συνάδελφοι. Σου λέει αφού το είπε ο δάσκαλος, βλέπεις ο δάσκαλος είχε τότε εκτίμηση. Διαλέγουμε λοιπόν κάτι γρανιά, κάτι λάκκους, μέσα στις κουμαριές. Χωθήκαμε μέσα να ξεκουραστούμε λίγο. Λίγο μετά ξέσπασε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα αεροπλάνα κατέβηκαν χαμηλά και βομβάρδιζαν το δρόμο που βάδιζαν κατακουρασμένοι οι φαντάροι, ο στρατός, τα μουλάρια κουρασμένα με τα αυτιά πεσμένα. Σκοτώθηκαν πολλοί. Εμείς σωθήκαμε ελαφρά τραυματισμένοι. Εγώ χτυπήθηκα στο σαγόνι. Ακόμη το έχω το σημάδι.
Ο θρήνος της παράδοσης
Σιγά σιγά έφτασα στα Γιάννενα. Η μεγάλη στενοχώρια, ο μεγάλος λυπημός ήταν εκεί που παραδίδαμε τον οπλισμό. Εκεί να δεις σωρό τα όπλα – τα κάρα, τα ζώα. Όλα εγκαταλελειμμένα. Όλος ο πλούτος της Ελλάδας, ένας σωρός. Εγώ δεν το παρέδωσα το όπλο μου. Το έσπασα σε ένα γκρέμνο απάνω. «Είσαι άδοξο του λέω, τι δόξα αφού δεν ενίκησες»... Νεανικές σαχλαμάρες, μήπως είχαν ανάγκη τα όπλα μας; Αυτοί είχαν τέλειο εξοπλισμό. Αλλά να το μίσος, η αδικία. Νάσαι νικητής και στο τέλος να βρεθείς... Εκεί ήταν ο θρήνος, να βλέπεις μια Ελλάδα σκορπισμένη από εδώ και από κει. Όλα τα αυτοκίνητα, τα μεταγωγικά, τα ζώα, οι στρατιώτες να γυρίζουν από δω και από κει. Θρήνος.
Ο καθένας μετά ξεκίνησε να πάει στην πατρίδα του. Έπαιρνε ένα ζώο, ένα κάρο και ξεκινούσε. Εγώ πήρα ένα μουλάρι. Ξεκινήσαμε με έναν στρατιωτικό γιατρό, Σουσούδης λεγόταν που ήταν από την Άνδρο και έναν γεωργό από την Πάρο. Μου λέει ο Παριανός πάρε αυτό το μουλάρι, είναι γερό. Θα σε βγάλει μέχρι την Αθήνα. Προχωρήσαμε για την Άμφισσα. Ήταν άνοιξη, τα σπαρτά ήταν χλωρά ακόμη. Όταν σταματούσαμε το βράδυ να ξεκουραστούμε, δέναμε τα ζώα στα πόδια μας με ένα σχοινί, γιατί οι χωρικοί ερχόταν και προσπαθούσαν να μας τα κλέψουν. Τα ήθελαν για τις δουλειές τους στα χωράφια.
Με πλησιάζει, θυμάμαι, ένας συνάδελφος με άλογο και μου λέει «κάνουμε τράμπα;» «Τι τράμπα;» του απαντώ... «Να μου δώσεις το μουλάρι σου, να σου δώσω το άλογο». Μου κάνει νόημα ο Παριανός, να αρνηθώ. Αυτός ήξερε από ζώα και κατάλαβε, ότι το άλογο ήταν κουρασμένο. «Δεν το αλλάζω λέω εγώ, το έχω γούρι, μου έτυχε αυτό, δεν το αλλάζω». Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Άμφισσα. Μαθαίνουμε εκεί ότι οι Γερμανοί που κατέβαιναν με τα μηχανοκίνητα στην Αθήνα, πυροβολούσαν έτσι για γούστο, τους στρατιώτες που εξαθλιωμένοι και τρεκλίζοντας από την κακουχία προχωρούσαν στην άκρη του δρόμου. Μεθυσμένοι ήταν; Τις οίδε. Αυτοί δεν περπατούσαν καθόλου, ακόμη και στο μέτωπο πάνω στα μηχανοκίνητα ήταν. Τα μαγειρεία τους να φανταστείς ήταν πάνω στα αυτοκίνητα. Εμείς τα καζάνια τα είχαμε φορτωμένα πάνω στα μουλάρια. Και στο μέτωπο μαγειρεύαμε με πρωτόγονα μέσα. Να πάρεις ξύλα, να ανοίξεις λακκούβα, να βάλεις πέτρες να ζεστάνεις, να μαγειρέψεις. Πεινασμένος στρατός. Δεν είχαμε οπλισμό, ιματισμό. Αρβύλες. Φαγιά... Στερούμεθα. Όλοι όμως πολεμούσαμε. Χωρίς καμία βοήθεια από συμμάχους. Ήμασταν εμψυχωμένοι. Τον κίνδυνο του σκοτωμού δεν τον λογάριαζε κανείς.
Η επιστροφή
Έξω από την Άμφισσα λοιπόν, αφού για να αποφύγουμε τους Γερμανούς έπρεπε να πάμε από μονοπάτια, υποχρεωθήκαμε να πουλήσουμε τα ζώα. Εγώ το έδωσα για 100 δραχμές. Ζήτησα 300, μου λέει ένας χωρικός, 100 έχω, άντε πάρτο του λέω για 100 δραχμές. Φτάσαμε πια στην Άμφισσα. Κουρασμένος εγώ, κάθομαι έξω από ένα σπίτι, έτσι τυλιγμένος στη χλαίνη μου και αποκοιμήθηκα. Ακούω κάποια στιγμή μια κοπέλα μέσα από το σπίτι, φώναζε τη μητέρα της «μαμά, μαμά, ένας στρατιώτης πεσμένος»... Κουνάει η μάνα της το κεφάλι της «ελληνικέ στρατέ πώς κατάντησες»; Στην πλατεία της Άμφισσας βρήκα ένα φορτηγό και κατέβηκα προς Αθήνα. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς ενώ επέστρεφαν στα μέρη τους.
Φτάνομε στην Ελευσίνα. Μαζί με ένα συνάδελφο, πήγαμε στο σπίτι του. Οι δικοί του μου έδωσαν ρούχα πολιτικά, να μη φαίνομαι ότι ήμουν στρατιώτης. Οι Γερμανοί μάζευαν φαντάρους και τους έστελναν στο Βερολίνο. Στη συνέχεια πήγα στην Καλογρέζα. Έμενε εκεί μια ξαδέλφη μου η Ουρανία, Σταυροπουλαίοι από το Καλλιάνι. Αδύνατος, σκελετωμένος και γεμάτος ψείρες. Τις έβλεπες ζωντανές. Δεν μπαίνω μέσα της λέω γιατί θα σας γεμίσω κει εσάς. Παίρνει τα ρούχα μου, βάζει ένα λεβέτι νερό βραστό και τα έβρασε να φύγει η ψείρα. Μετά πια πήγα στη Ραφήνα, βρήκα ένα καΐκι και πέρασα στην Άνδρο. Εγώ έφτασα στο Γαύριο και την ίδια μέρα οι Ιταλοί πάτησαν τη Χώρα...
Η αγωνία υπήρχε πριν το '40. Όταν τορπιλίσανε την Έλλη στο λιμάνι, ο κόσμος κατάλαβε ότι θα επεκταθεί ο πόλεμος και εδώ –όχι ότι θα την καταλάβουν οι Ιταλοί τη χώρα, αλλά ότι ήθελαν να περάσουν. Ο Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος. Είπε το ΟΧΙ κατ΄ανάγκη γιατί δεν μπορούσε να πει ναι. Ήξερε ότι η Ελλάδα δεν διέτρεχε κίνδυνο δηλαδή να της πάρουν εδάφη, να της πάρουν τη Μακεδονία κλπ. Σου λέει θα κάνω έναν πόλεμο, θα ηττηθώ σε 2-3 ημέρες και θα δείξω πρόσωπο και στους συμμάχους ότι ηττήθηκα. Αλλά αυτοί με την κατασκοπεία ήξεραν τις προθέσεις του και δεν τον άφησαν. Έπειτα ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, πήγαιναν οι φαντάροι σαν σε γιορτή...
Το «ευχαριστώ» των συμμάχων...
Εμείς ως Ελλάδα δεν ωφεληθήκαμε τίποτα από τον πόλεμο. Καθυστερήσαμε το Γερμανό και έτσι ετοιμάστηκαν οι σύμμαχοι. Αυτές οι θυσίες έγιναν μόνο και μόνο για τους συμμάχους. Τους Άγγλους, τους Γάλλους... Γι' αυτούς έκανε τον πόλεμο ο Γερμανός, όχι για την Ελλάδα. Τα Δωδεκάνησα μας τα έδωσαν και τώρα τα παζαρεύουν με τους Τούρκους. Εμείς δώσαμε τις ζωές μας και τα πήραμε. Τώρα τα ζητούν οι Τούρκοι και χωρίς πόλεμο. Για το «ευχαριστώ» οι σύμμαχοι, υποστηρίζουν την Τουρκία. Όχι να διαμελίσουν την Ελλάδα για να υποστηρίζουν την Τουρκία. Άσε την Ελλάδα στα σύνορα της, αυτά που έχουν οριστεί με διεθνείς συνθήκες... Δεν ζητάνε τίποτα οι άνθρωποι, μια ελεύθερη πατρίδα ζητάνε. Γιατί να μην την έχουν;

Από την εφημερίδα "Ανδρος", 8 Ιουνίου 1879
Αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης
![]() |
Χτίστηκε από δω και πολλά χρόνια, ερχότανε κληρονομικώς από χέρια, σε χέρια, πάντα αρχοντικά. Μέσα του ήτανε πάντα η ζωή, η χαρά και η ευτυχία. Υπήρξε καταφύγιον πολλών αρχοντικών οικογενειών κατά τας εκάστοτε επιδρομάς των τότε πειρατών.
Και σ’ αυτά ακόμα τα χρόνια μας υπήρξε το λαμπερό αστέρι των μάγων για τους φτωχούς μας. Στη δυστυχία τους, έτρεχαν εκεί που ήξευραν καλά πως φεύγοντας κάτι θα συναποκόμιζαν κάτι για τα άρρωστα παιδιά τους κάτι για το πεινασμένο τους σπιτικό. Και δεν εγελιόντουσαν… Έτσι τα χρόνια κυλούσανε κανονικά ως που κακιά μοίρα σαν να ζήλεψε, μπορεί να πει κανείς την ευτυχία, που ήτανε καλοθρονιασμένη στο παμπάλαιο πύργο και έριξε μέσα, κάτι σαν λαίλαπα, κάτι σαν καταιγίδα, κι’ ο θάνατος άρχισε να θερίζη αλύπητα. Τον βρήκαν μεγάλες συμφορές, τον χτύπησε η μοίρα αλύπητα, σαν κακός εκδικητής. Η χαρά και το γέλιο φύγανε και στη θέσι τους θρονιάστηκε η λύπη και η κατήφεια. Κι ο θάνατος όλο και θέριζε. Ως που μόλις προ ημερών άρπαξε αχόρταγα και την τελευταία π’ απόμεινε οικοδέσποινα. Ο θάνατος της αρχόντισσας μητέρας βούτηξε τα παιδιά της σε βαρύ πένθος για το χαμό της και για το χαμό του Αρχοντικού πύργου, που λόγος ανώτερος τα αναγκάζει να τον εγκαταλείψουν. Καϋμένε παληέ πύργε!! Σαν θαλασσινό φανάρι, που δίνει παρηγοριά και ελπίδα στα καράβια που κινδυνεύουνε και για μας σβύνει για πάντα, βουτώντας στην απογοήτεψι τους κινδυνεύοντας, έτσι και σύ με το μεγαλόπρεπο και επιβλητικό παρουσιαστικό σου, εφώτισες επί σειράν αιώνων τα κοινωνικά ναυάγια και τώρα έπαυσες. Έσβυσες για πάντα. Η πόρτες σου κλείστηκαν για να μην ανοίξουν πειά ποτέ. Το χωριό μας λυπούμενο κατάκαρδα για το χαμό ενός τέτοιου αρχοντικού σπητιού αφίνει να κυλίση από τα μάτια του ένα δάκρυ για δείγμα συμπαθείας προς όλα τα χαμένα. «Στενιώτης»
Εφημερίδα «Ανδριώτης», φ.69, 4/2/1928 |
Με τη ματιά μιας έφηβης
Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη. Όχι για την ανθρώπινη ιστορία, αλλά για εμάς.
Δεν είναι εύκολο να αντιληφθείς ότι τόσος κόσμος πεθαίνει, ότι αυτοί οι αριθμοί με τα τόσα ψηφία
αντιστοιχούν σε ανθρώπους, με οικογένειες και με ζωές που δεν περίμεναν να αλλάξουν τόσο ριζικά
ή να σταματήσουν τόσο απότομα.
Δεν δέχεσαι ότι η χώρα που έχει 3ψήφιους και 4ψήφιους αριθμούς νεκρών καθημερινά βρίσκεται
μια λωρίδα θάλασσα απέναντι.
Δεν δέχεσαι ότι βρίσκονται όλοι σε κίνδυνο, ότι δεν θα σε σώσουν τα χρήματα, η ηλικία ή η εμφάνιση σου.
Δεν θες να πιστέψεις ότι σκηνές που άκουγες για άλλες περιόδους της ιστορίας, για μαζικούς τάφους,
για νεκρούς που θάβονται χωρίς την οικογένεια τους, για περιορισμούς στην ανθρώπινη ελευθερία,
για τη διακοπή εορτασμών, θα συμβούν στη δική σου εποχή.
Σου λείπουν οι δικοί σου, οι φίλοι σου, η ζωή σου.
Θες πίσω το σχολείο, το Πάσχα, τη βόλτα που σου στέρησαν.
Να μπορείς να βγεις χωρίς να δίνεις αναφορά στην κυβέρνηση για όσο θες.
Κλείνεις τις ειδήσεις, αλλάζεις θέμα στην συζήτηση, το αγνοείς.
Φτιάχνεις μια δική σου καθημερινότητα και κλείνεσαι εκεί.
Διαβάζεις, ασχολείσαι, κάνεις την ζωή σου μέχρι να γίνουν όλα πάλι σαν πριν.
Μετά από κάποιο σημείο παύεις να αναζητάς αφορμή να βγεις έξω.
Δεν έχει νόημα, αφού και εκεί δεν ξεφεύγεις.
Γάντια, μάσκες, σχολαστικό πλύσιμο χεριών και μακριά από τους ηλικιωμένους.
Δεν με νοιάζει. Δεν το δέχομαι.
Θέλω να βγω στον ήλιο, να αγκαλιάζω τη γιαγιά μου φορτωμένη με τις σακούλες από τα ψώνια.
Δεν έχω ασχοληθεί πολύ.
Δικαίωμα μου.
Δεν με κάνει αναίσθητη ή λιγότερο άνθρωπο το να μην τους αφήνω να μου πάρουν και την όση χαρά βρίσκω.
Προσπαθείς να βρεις το καλό και ας είναι δύσκολο.
Θα είμαστε όλοι υγιείς και ας είμαστε για λίγο χώρια.
Μαρουλιώ Μάνεση-Νικολοπούλου
''Έθιμα που σβύνουν'', στην πασχαλιάτικη Άνδρο,
όπως τα κατέγραψε ο Δημήτρης Πασχάλης το Φεβρουάριο του 1936.
Κάποια έχουν χαθεί, ακόμη και από τα ακούσματά μας.
Αντιθέτως άλλα, όπως τα μάσκουλα, παραμένουν ζωντανά ειδικά στις Στενιές!
Προ κορωνοϊού φυσικά, γιατί τούτο το Πάσχα του 2020, είναι αλλιώτικο από τ' άλλα...

Μέσα από τον τοπικό προπολεμικό Τύπο
Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ''ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΟΥ'' ΕΝ ΑΝΔΡΩ
Εφημερίδα ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ (φ. 28), 16 Απριλίου 1927
|
|

«Καραβίζαμε τα αυτοσχέδια τενεκεδένια καραβάκια μας και συγχρόνως ονειρευόμασταν.
Να γίνουμε καπεταναίοι, καραβοκύρηδες…»
Παιδικά όνειρα που ίσως γίνουν πραγματικότητα. Νοσταλγία βγαλμένη από την αναπόληση
του παρελθόντος. Αφηγήσεις που δίνουν στοιχεία για περασμένες δεκαετίες.
Την καθημερινότητα στο νησί, τη ζωή στη θάλασσα, τις συνθήκες στο χώρο της ναυτιλίας.
Μέσα από πολύωρες συζητήσεις για εποχές μακρινές, καταστάσεις ιδιαίτερες,
μαθήματα από τα παθήματα της πολυτάραχης ζωής ενός ανθρώπου,
που ξεκίνησε από τα βουνά της Άνδρου για να φτάσει στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Μέσα από τον Τύπο της εποχής και τη δημοσιογραφική έρευνα
για το κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό που πλαισιώνει αυτήν την πορεία.
Μια δημοσιογραφική δουλειά που στοχεύει στη διάσωση πληροφοριών από εποχές που έχουν φύγει οριστικά.
Στην ευαισθητοποίηση κυρίως των νέων να σταθούν στις αφηγήσεις των ανθρώπων
μιας άλλης γενιάς και να αντλήσουν απ΄ αυτές γνώση.
Γιατί και οι προφορικές, προσωπικές μαρτυρίες αποτελούν κομμάτι της ιστορίας.
«Δεν έχει σημασία μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Σημασία έχει το ταξίδι… το καράβισμα των ονείρων».
Το ταξίδι της ζωής… Και μπορεί να είναι μόνο μια ‘’βαποριά δρόμος’’ που σε χωρίζει
από την πραγμάτωση του ονείρου.
|
Πώς πήρε το όνομά της η Βουρκωτή, ή η Κατάκοιλος; Γιατί η ανύπαντρη κοπέλα λεγόταν και "άμοιρη"; Τι ήταν η "απλωχεριά", οι "ζάρες" και το "ροΐ"; Λέξεις λίγο - πολύ γνωστές στην ανδριακή κοινωνία, "Παραστατικαί λέξεις της ανδριακής διαλέκτου" σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας "ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ" (φύλλο 485) της 19ης Δεκεμβρίου 1936. Λιγοστές, αφού όπως αναφέρει και ο συντάκτης του άρθρου, τα στενά όρια του σημειώματος τον υποχρέωσαν να αρκεστεί σ' αυτές μόνον, ενδεικτικές όμως και πολύ ενδιαφέρουσες. Για να γνωρίσουμε αυτά, που κάποτε εντάσσονταν στην καθημερινότητα του τόπου μας. |

![]() |
Το θέμα του σημειώματος τούτου εκφεύγει ασφαλώς την αρμοδιότητα του γράφοντος. Διότι ούτε με την γλωσσολογικήν, αλλ’ ούτε και με την λαογραφικήν επιστήμην έχει ούτος οιανδήποτε σχέσιν. Νομίζει, εν τούτοις, ότι θα ηδύνατο παραμερίζων την επ’ αυτών επιστημονικήν έρευναν, ν’ αναφέρη μερικάς μόνον λέξεις από τας τόσον ωραίας και προ πάντων τα΄σον παραστατικάς που έτυχε ν’ ακούση εις μίαν από τας νήσους των Κυκλάδων, την Άνδρον. Και εν πρώτοις ένα από τα χωρία της νήσου ταύτης λέγεται Β ο υ ρ κ ω τ ή, διότι είνε κτισμένον εις το υψηλότερον μέρος της πλαγιάς ενός βουνού, η κορυφή του οποίου είνε συνήθως νεφοσκεπής – βουρκωμένη. Ένα άλλο χωριό, κτισμένο εις κοίλωμα περιστρεφόμενον γύρω γύρω από υψώματα, λέγεται Κ α τ ά κ ο ι λ ο ς. Μία πηγή από τους δύο κρουνούς της οποίας τρέχει αστείρευτον και δροσερώτατον νερό, λέγεται Α κ ο ή. Οι επιστήμονες φρονούν, ότι το όνομα αυτής επεκράτησεν από της εποχής της Βενετοκρατίας και έχει σχέσιν με την ιταλικήν λέξιν Aqua (νερό). Και πιθανώτατα έχουν δίκαιον. Αλλά μήπως έχουν άδικον οι συνδυάζοντες την ονομασίαν της πηγής αυτής με το κελάρισμα του αενάως ρέοντος εξ αυτής ύδατος; Δ ι π ο τ ά μ α τ α λέγεται τοποθεσία ευρισκομένη εις την συμβολήν δύο χειμάρρων. Π α ν α γ ί α η Κ α τ α σ υ ρ τ ή είνε μία εκκλησία κτισμένη μαζί με τον παρ’ αυτήν ομώνυμον συνοικισμόν εις την πλαγιάν ενός βουνού, τόσον επικλινή, ώστε να έχη κανείς την εντύπωσιν, ότι κυριολεκτικώς εσύρθη εξ υψηλοτέρας θέσεως διά να σταθή εις το σημείον που ευρίσκεται. Εις τας Αθήνας και εις τα περισσότερα μέρη λέγουν άσπρισμα του σπιτιού και εννοούν το βάψιμο των τοίχων του με γαλάκτωμα ασβέστου. Εκεί το άσπρισμα λέγεται γ α λ ά κ τ ι σ μ α και το ασπρίζω γ α λ α κ τ ί ζ ω ίσως και διότι τα περισσότερα σπίτια και ιδίως τα χωρικά, ασπρίζονται κατά κανόνα σχεδόν γενικόν με του γάλακτος το χρώμα και μάλιστα δύο ή και περισσοτέρας φοράς τον χρόνον. |
![]() |
| Την γεροντοκόρην την λέγουν και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ά ν, όπως και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ό ν το γεροντοπαλλήκαρο. Παλαιότερα όμως αι γυναίκες που έμεναν ανύπανδρες ελέγοντο ά μ ο ι- ρ ε ς. Ειδικώτερον μάλιστα ά μ ο ι ρ ε ς ελέγοντο τα θύματα σκληρού εθίμου ισχύοντος άλλοτε μεταξύ των «αρχόντων» της νήσου αυτής, καθ’ ό η πατρική περιουσία διά νά μη κατατμηθή εις πολλά –και κατά φυσικόν λόγον μικρά- μερίδια περιήρχετο κατά το μέγιστον μέρος εις τον πρωτότοκον υιόν και κατά το υπόλοιπον ως προίξ εις την πρωτότοκον θυγατέρα.
Και τα μεν λοιπά άρρενα τέκνα ετρέποντο διά τούτου εις ανεύρεσιν εργασίας, εκ της οποίας πολλάκις υπερέβαλον εις πλούτη τον πρωτότοκον αδελφόν, ο οποίος μη εργαζόμενος έζη εν τω μεταξύ εκ της πατρικής κληρονομίας. Τα δε κορίτσια εάν δεν περιεβάλλοντο το μοναχικόν σχήμα, έζων μετά του υπάνδρου αδελφού ή αδελφής ως άμοιρες (ούτω λεγόμεναι, διότι δεν έλαβον μοίραν –μερίδιον- εκ της πατρικής περιουσίας). Από των μέσων Οκτωβρίου μέχρι των αρχών Νοεμβρίου εις την Άνδρον γίνονται τα «χοιροσφάγια». Σφάζονται δηλαδή οι χοίροι με το κρέας και το λίπος των οποίων αι περισσότεραι οικογένειαι θα κάμουν την «σοδειά» των εις χοιρινά δι’ όλον τον χρόνον. Τα χοιροσφάγια προσλαμβάνουν διά κάθε σπίτι χαρακτήρα σωστής πανηγύρεως. Η κάθε δε νοικοκυρά η οποία θα έχη χοιροσφάγια, θα στείλη εις τα συγγενικά και φιλικά της σπίτια «πεσκέσι» αποτελούμενον από εκλεκτά τεμάχια χοιρείου κρέατος. Το «πεσκέσι» αυτό λέγεται «απλοχεριά». Το χονδρόν πανί, το οποίον βάζουν προφυλακτικώς επί των ώμων διά να τοποθετήσουν επ’ αυτού την στάμναν, με την οποίαν μεταφέρουν από την βρύσιν νερό, λέγεται π ι ν ώ μ ι (επινώμιον). Εκτός των πίθων, τους οποίους χρησιμοποιούν διά την αποθήκευσιν του λαδιού –και οι οποίοι λέγονται ειδικώς «ζάρες», υπάρχουν και μικρά δοχεία τα οποία εκτός του κεντρικού στομίου διά τον γέμισμά των, φέρουν εν ή καμμιά φορά και δύο εκ του μέσου υψούμενα σωληνωτά στόμια. Το δοχείον λέγεται ρ ο ΐ (το) διότι εκ των σωληνωτών στομίων ρέει το λάδι, το οποίον θα χρησιμοποιήση η νοικοκυρά εις το φαγητόν της. Α μ μ ο δ ύ τ η ς είναι το αλλαχού αστρίτης ονομαζόμενον φίδι και αυτό διότι έχει την συνήθειαν να καταδύεται εις την άμμον των παραλιών και αναδύεται εξ αυτής. Υπό το αυτό ακριβώς όνομα ήτο γνωστόν το φίδι, αυτό και εις τους αρχαίους. Θα ηδύνατο κανείς να αναφέρη και πλείστας άλλας λέξεις παραμοίας παραστατικότητας εκ των χρησιμοποιουμένων εις την Άνδρον, εάν τα στενά όρια του παρόντος σημειώματος δεν υπεχρέουν τον γράφοντα να αρκεσθή εις τα ανωτέρω. |

Ένα ταξίδι στους ανθισμένους ή γεμάτους εκατομμύρια καρπούς, «λεμονεώνες» της Άνδρου, τότε που ο λεμονοκαρπός αποτελούσε «το πιο περιζήτητο τοπικό προϊόν»… Από την προεπαναστατική ακόμη περίοδο, οπότε τα ιστιοφόρα τον μετέφεραν στις αγορές της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, μέχρι τον 20ο αιώνα. Μέσα από κείμενα ξένων περιηγητών, αρχειακό υλικό, δεκάδες δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, αλλά και αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν από κοντά τη διαδικασία της καλλιέργειας, της συγκομιδής από τους «κόφτες», της μεταφοράς του λεμονοκαρπού από τους αγωγιάτες με τις φορτωμένες στα γαϊδουράκια «κόφες» μέχρι το λιμάνι, στα «λεμονοκάικα» για κοντινούς ή πιο μακρινούς προορισμούς.
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας, απομάκρυνε τους Ανδριώτες από τους φορτωμένους με λεμονανθούς, λεμονοκαρπούς, ακόμη και πρωτολέμονα ή δίφορα λεμόνια, «λεμονεώνες», οι οποίοι όμως παραμένουν ζωντανοί… ίσως είναι καιρός να ακμάσουν ξανά και ο λεμονοκαρπός του νησιού να μπει και πάλι σε εξαγωγική τροχιά.
Η ιστορία της «ευεργέτιδος του τόπου μας Λεμονέας» και του καρπού για το οποίο πίστευαν ότι «μόνον το προϊόν τούτο δίδει επωφελή εργασίαν εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας», μέσα από τη δημοσιογραφική έρευνα της Μανιώς Μάνεση, στο βιβλίο «Λεμονεώνες στο διάβα του χρόνου».
Ιστορίες που έγιναν θρύλοι
Τέσσερις θαλασσινές, ναυτικές ιστορίες. Με κοινό στοιχείο τη θέληση των πρωταγωνιστών για την επίτευξη ενός στόχου, ο οποίος μπορεί να είναι ένα όνειρο ζωής ή η ίδια η ζωή. Καλύπτουν χρονικά περίπου έναν αιώνα. Ξεκινώντας από την εποχή του εξάντα, περνώντας στους τορπιλισμούς από τα ναζιστικά υποβρύχια, συνεχίζοντας τη δεκαετία του 1960 με τις ψυχροπολεμικές περιπολίες στους ωκεανούς, καταλήγοντας στην εποχή του GPS. Οι πρωταγωνιστές, όλοι Ανδριώτες. Όλοι, λειτούργησαν στο καλύτερο δυνατό. Στο κάλλιστο. Ήταν όλοι «γεμιτζήδες».
Το βιβλίο «Γεμιτζήδες. Ιστορίες που έγιναν θρύλοι» απευθύνεται σε όλους όσοι μαγεύονται από γεγονότα που αγγίζουν το όριο του εξωπραγματικού, σε όσους γοητεύονται να διαβάσουν θρυλικές ιστορίες οι οποίες δεν είναι και τόσο γνωστές, σε εκείνους που ενδιαφέρονται να ανατρέξουν στον Τύπο μιας άλλης εποχής για να δουν πώς καταγράφηκαν τα γεγονότα.

Ετών 97... Σύγχρονος και διαχρονικός!
Της Μανιώς Μάνεση
Μυαλό κοφτερό… Αγάπη για τη ζωή, αστείρευτο χιούμορ και η αφήγηση της δικής του πολύχρονης ιστορίας, με τη χαρακτηριστική βροντερή φωνή του, αποτελεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «Έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ήταν και καινούργιος. Σύγχρονος, διαχρονικός»… «Έκανα πολλά στη ζωή μου», λέει και η συγκίνηση είναι φανερή στη φωνή του.
Γεννημένος το Γενάρη του 1919 στις Στενιές της Άνδρου, σε μια εύπορη οικογένεια με πέντε παιδιά, ο Γιώργης Μπουκουβάλας, έχει ζήσει αλλαγές, ανατροπές, μεταρρυθμίσεις, πόλεμο, κατοχή και φυσικά πολλές θαλασσινές περιπέτειες ως καπετάνιος που ήταν. Όλα ξεδιπλώνονται στις κουβέντες που κάναμε, πότε κάτω από την κληματαριά στο σπίτι του στις Στενιές, πότε στο σπίτι του στην Αθήνα. Τα παιδικά χρόνια στο ανδριώτικο χωριό της δεκαετίας του 1920, έχουν τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, αλλά και την ανεμελιά των χρόνων εκείνων. Χαρακτηριστικά στοιχεία στις αφηγήσεις του, η νοσταλγία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί και η ικανοποίηση για τα πεπραγμένα...
Συζητώντας κάτω από την κληματαριά, στην Άνδρο
(φωτογραφία από το αρχείο της Μανιώς Μάνεση)
Η απόλυτη προσαρμογή στο σήμερα
Της Μανιώς Μάνεση
Έχει βιώσει την τεχνολογική επανάσταση του 20ου αιώνα… τη μεταπολεμική κοινωνική μεταμόρφωση… εν τέλει, την ανατροπή και μετεξέλιξη της καθημερινότητας από τη γέννησή του, το 1918, μέχρι σήμερα. Και έχει απόλυτα προσαρμοστεί και ενταχθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Δημήτρης (Τάκης) Πολέμης. Βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απόμαχος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, όπως ο ίδιος υπογράφει με τη σφραγίδα του, φανατικός ερευνητής πληροφοριών και στοιχείων για τη ζωή του χωριού του, χρήστης του ίντερνετ!
Ετών 98! Παραμένει υπερδραστήριος, με πλήθος ενδιαφερόντων, πλούσια συλλογή βιβλίων «μπορεί νάχω 3000 βιβλία… τα έπαιρνα μαζί μου και διάβαζα μέσα στο βαπόρι» και αμείωτη διάθεση για μάθηση. «Έχω μια δασκάλα και έρχεται και μου δείχνει το ίντερνετ…» λέει με κρυφή περηφάνια…
Οι συζητήσεις με τον κ. Πολέμη έχουν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνον οι αφηγήσεις από τα προσωπικά βιώματα μιας εποχής που πέρασε. Το προσωπικό του αρχείο αποτελεί αστείρευτη πηγή πληροφοριών και ντοκουμέντων για τη ζωή του χωριού, στοιχεία τα οποία θέλει να επικοινωνήσει στις επόμενες γενιές. «Έχω τους γεννηθέντες του χωριού τα χρόνια 1847-1917, τους δράσαντες στην Επανάστασιν του 1821...» και πολλά, πολλά ακόμη...
Γεννημένος στις Στενιές Ανδρου, σε εύπορη ναυτική τρίτεκνη οικογένεια θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια. «Η μάνα ήταν αυστηρή… Δεν είχε χάδια… Φαίνεται ότι ήμουν σκληρό παιδί με έδερνε…» λέει με ένα χαμόγελο για να προσθέσει «ολόκληρη η κοινωνία ήταν αυστηρή. Οι άνδρες λείπανε και οι γυναίκες είχαν ολόκληρη την ευθύνη για το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών». Μιλάει με περηφάνια για τη μάνα, η οποία φαίνεται ότι του ενέπνευσε την αγάπη για τη συγκέντρωση και φύλαξη οικογενειακών εγγράφων. «Εχω ένα φάκελο, που έγραφε η μάνα μου το ’50 ‘να φυλαχτεί, είναι το δίπλωμα του παππουλή’».

Με τη μητέρα του Φρατζεσκούλα και τον αδελφό του Γιώργο
(από το προσωπικό αρχείο του Τάκη Πολεμη)
Διαφημίσεις σε ανδριώτικες εφημερίδες ...
Τέλος της δεκαετίας του 1920 με αρχές της δεκαετίας του 1930...
Αντιπροσωπευτικές μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί...
΄Οχι μόνο για την Ανδρο...
|
|
|
|
|
|
Ανδριώτικα τοπία...
Από την ίδια σχεδόν οπτική γωνία...
Με διαφορετικούς φωτογραφικούς φακούς...
Τότε και τώρα...
|
|
|
|
ΧΩΡΑ: ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΑΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ 1927 |
ΧΩΡΑ: ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΑΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ 2013 |
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΗΤΟΡΑΣ
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Ανδρίων Χρόνοι
Της Μανιώς Μάνεση
Στη διάρκειας 235 ετών παρουσία της στη θέση Αρχόντα, έξω από τα Αποίκια και πάνω από τις Στενιές, η Μονή Αγίας Ειρήνης γνώρισε την ακμή, αν και βραχύβια, στη συνέχεια τη διάλυση, την επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψη, την αφάνεια και την αναγέννησή της τον 21ο αιώνα…
Η δεύτερη περίοδος στην ιστορία της αρχίζει το 2007, οπότε η Μονή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Λευτέρη Πολέμη,. Ο Αποικιανός καπετάνιος με το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που τον διακρίνει από τα παιδικά του χρόνια, γίνεται όχι μόνον ανακαινιστής, αλλά ο δεύτερος κτήτορας της Μονής Αγίας Ειρήνης. Τα σχέδια του πολλά. Αναπαλαίωση του χώρου, δημιουργία μουσείων, αξιοποίησή του ως κοινωνικού μοναστηριού, ανάδειξή του σε πόλο έλξης θρησκευτικού και μοναστικού τουρισμού, εκμετάλλευση του πηγαίου νερού που θεωρείται εφάμιλλο αυτού της Σάριζας.
![]() ![]() |
Ανδριώτικα τοπία...
Από την ίδια σχεδόν οπτική γωνία...
Με διαφορετικούς φωτογραφικούς φακούς...
Τότε και τώρα...
|
|
|
|
ΧΩΡΑ: ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (τη φωτογραφία προσέφερε η Νίκη Κουρτέση - Andros Marine Travel) |
ΧΩΡΑ: ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (2014) |
Περί της νήσου Άνδρου.
Η μελέτη του αρχείου του ανδριακού Τύπου του 19ου αιώνα, στον ιδιαίτερα φιλόξενο χώρο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, κρύβει πραγματικές εκπλήξεις!
Το ξεφύλλισμα των κιτρινισμένων φύλλων με την επικαιρότητα μιας άλλης εποχής, αποκαλύπτει τη διαχρονικότητα στον τρόπο με τον οποίο κινείται το ελληνικό κράτος. Η πολιτική και οι πολιτικοί, η αντιπαράθεση που κορυφώνεται την προεκλογική περίοδο κινούμενη σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους... οι οραματιστές, οι ιδεολόγοι, οι αγωνιστές... οι συμβιβασμένοι και οι ρεαλιστές... Από το 1870 μέχρι σήμερα κινούνται πεισματικά θαρρείς στο ίδιο πλαίσιο.
Καινοτόμοι υπήρχαν και τότε. Προτάσεις για αξιοποίηση του φυσικού πλούτου, τοπική παραγωγή και εξαγωγή των προϊόντων υπήρχαν και τότε. Αν κρίνει κανείς από τα αποτελέσματα και τότε όπως και τώρα το "ποσοστό απορρόφησης" ήταν πάντοτε ελάχιστο. Οι ιδέες έμεναν στα χαρτιά, οι λίγοι ή οι επιτήδειοι προόδευαν και ο τόπος παρέμενε αναξιοποίητος. Και τότε όπως και τώρα!
Οι "Ανδρίων Χρόνοι" θα παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά κείμενα, ξεκινώντας από το άρθρο "Περί της νήσου Άνδρου" που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Άνδρος", τη 13η Ιουλίου 1879 με προτάσεις ώστε, όπως αναφέρει, "να προκύψει ωφέλεια δια τους κατοίκους της φιλτάτης νήσου Άνδρου".

















